εσώκλειστος

εσώκλειστος
η , ο [ος , ον ] приложенный, вложенный (в конверт)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εσώκλειστος" в других словарях:

  • εσώκλειστος — η, ο 1. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε κάτι, κυρίως σε φάκελο επιστολής («εσώκλειστος λογαριασμός»). επίρρ... εσωκλείστως και α μέσα σε κάτι, ιδίως σε φάκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • εσώκλειστος — η, ο αυτός που είναι κλειστός μέσα σε κάτι, κυρ. σε φάκελο: Εσώκλειστο σημείωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκλειστος — η, ο 1. ο κλεισμένος, ο περιορισμένος σε κλειστό χώρο. 2. ο κλεισμένος στις φυλακές, ο φυλακισμένος. 3. (για επιστολές και ταχυδρομικά δέματα), ο εσώκλειστος: Σου στέλνω έγκλειστη τη βεβαίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»